λοκ-άουτ

λοκ-άουτ
το
η ανταπεργία, η άρνηση παροχής εργασίας στους εργαζομένους εκ μέρους τού εργοδότη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. lock-out].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λοκ άουτ — (αγγλ. lock out = αποκλεισμός ή ανταπεργία). Διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας από τους ίδιους τους επιχειρηματίες, για να πετύχουν συμφέρουσα γι’ αυτούς λύση των συγκρούσεων που έχουν με τους μισθωτούς τους. Όπως η απεργία, έτσι και το λ.ά …   Dictionary of Greek

  • αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • λοκάουτ, το — και λοκ άουτ, το άκλ. (λ. αγγλ.), ανταπεργία, η άρνηση των εργοδοτών να δώσουν εργασία στους εργάτες: Το λοκάουτ έπληξε την αποτελεσματικότητα της απεργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”